Αρχείο ετικέτας έρευνες

[:el]Φυλακοποίηση: Πώς η φυλακή αλλάζει τον άνθρωπο[:]

[:el]

Η φυλάκιση ενός ατόμου σημαίνει αυτομάτως την αφαίρεση του δικαιώματός του να επιλέγει το που, πως και με ποιους ανθρώπους θα ζει. Οι κρατούμενοι των φυλακών περιορίζονται σε ένα νοσηρό περιβάλλον, μη έχοντας άλλη επιλογή από το να αλλάξουν τον εαυτό τους και να προσαρμοστούν στις νέες αυτές συνθήκες. Μέσα από το κυρίαρχο σωφρονιστικό σύστημα προκαλείται μια ριζική αλλαγή της προσωπικότητας και του ψυχισμού του ατόμου που λειτουργεί ανασταλτικά στην κοινωνική επανένταξη.

Σε μια επιστημονική έκθεση σχετικά με τον ψυχολογικό αντίκτυπο της φυλάκισης, γραμμένη για την αμερικανική κυβέρνηση, ο κοινωνικός ψυχολόγος, Craig Haney (ο οποίος συνεργάστηκε με τον Philip Zimbardo στο περίφημο πείραμα των φυλακών του Στάνφορντ), ήταν ειλικρινής: «λίγοι άνθρωποι είναι εντελώς αμετάβλητοι μετά από την εμπειρία [της φυλακής]». Με βάση τις συνεντεύξεις τους με εκατοντάδες φυλακισμένους, ερευνητές του Ινστιτούτου Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ προχώρησαν περαιτέρω την έρευνα, με επιχείρημα ότι η μακροχρόνια φυλάκιση «αλλάζει εντελώς τους ανθρώπους». Με τα λόγια ενός μακροχρόνια φυλακισμένου που έδωσε συνέντευξη για την έρευνα (που δημοσιεύτηκε στη δεκαετία του ’80): «μετά από χρόνια στη φυλακή, δεν είσαι πια ο ίδιος».

Στον τομέα της ψυχολογίας προσωπικότητας, κατά το παρελθόν ίσχυε η αρχή ότι οι προσωπικότητές μας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό σταθερές από την ενηλικίωσή μας και έπειτα. Ωστόσο, από πρόσφατες έρευνες έχει διαπιστωθεί ότι στην πραγματικότητα, παρά τη σχετική σταθερότητα, οι συνήθειες όσον αφορά στη σκέψη, στη συμπεριφορά και στα συναισθήματά μας αλλάζουν με σημαντικούς και φυσικά επακόλουθους τρόπους – ως απάντηση στους διαφορετικούς ρόλους που υιοθετούμε στη διάρκεια της ζωής μας. Έτσι, είναι σχεδόν σίγουρο για έναν φυλακισμένο πως σε ένα περιβάλλον δομημένο με συγκεκριμένο τρόπο και κοινωνικά απειλητικό θα οδηγηθεί σε σημαντικές αλλαγές στην προσωπικότητά του.

Είναι μάλιστα ιδιαίτερα ανησυχητικό – για όσους ενδιαφέρονται για την επανένταξη των κρατουμένων – το γεγονός ότι αυτές οι αλλαγές προσωπικότητας, ενώ μπορούν να βοηθήσουν τους κρατούμενους να επιβιώσουν στο διάστημα της φυλάκισης, είναι δεδομένο πως είναι αντιπαραγωγικές και προβληματικές για τη ζωή τους μετά την απελευθέρωσή τους και την επανένταξη στην κοινωνία. Τα βασικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος των φυλακών που είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αλλαγή της προσωπικότητας περιλαμβάνουν τη χρόνια απώλεια της ελεύθερης επιλογής, την έλλειψη ιδιωτικότητας, το στίγμα, τον συχνό φόβο, την ανάγκη απόκρυψης των συναισθημάτων (για να αποφεύγεται η εκμετάλλευση από άλλους κρατούμενους), και την απαίτηση, μέρα με τη μέρα, να ακολουθείται μια αυστηρή ρουτίνα και συγκεκριμένοι κανόνες.

 

Η έννοια της «φυλακοποίησης»

Μέχρι στιγμής έχει διεξαχθεί περιορισμένη έρευνα για το πώς αυτά τα χρόνια χαρακτηριστικά μπορούν να αλλάξουν την προσωπικότητα των κρατουμένων, από την άποψη του μοντέλου της προσωπικότητας που κυριαρχεί για τον γενικό πληθυσμό που δεν έχει υποστεί φυλάκιση (που βασίζεται σε βασικά χαρακτηριστικά όπως η εξωστρέφεια και η ευσυνειδησία). Παρ ‘όλα αυτά, παρατηρείται ευρεία συμφωνία μεταξύ ψυχολόγων και εγκληματολόγων για το γεγονός ότι οι φυλακισμένοι προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους, κάτι που οι επιστήμονες αποκαλούν «φυλακοποίηση». Αυτή συμβάλλει σε ένα είδος «συνδρόμου μετα-φυλάκισης» όταν πλέον απελευθερωθούν.

Ας εξετάσουμε τα ευρήματα από συνεντεύξεις 25 πρώην βαρυποινητών  (συμπεριλαμβανομένων δύο γυναικών) στη Βοστώνη, οι οποίοι είχαν εκτίσει κατά μέσο όρο 19 χρόνια στη φυλακή. Αναλύοντας τις αφηγήσεις τους, η ψυχολόγος Marieke Liema και ο εγκληματολόγος Maarten Kunst διαπίστωσαν ότι οι πρώην κρατούμενοι είχαν αναπτύξει «θεσμικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα», μεταξύ των οποίων «δυσπιστία απέναντι σε άλλους, δυσκολία στην εμπλοκή σε σχέσεις και παρεμπόδιση λήψης αποφάσεων». Ένας πρώην κρατούμενος, 42 ετών, δήλωσε: «Συμπεριφέρομαι ακόμα σαν να είμαι στη φυλακή. Δεν είμαι ένας διακόπτης που μπορεί να ανοιγοκλείνει. Δεν μπορείς έτσι απλά να απενεργοποιήσεις κάτι τέτοιο. Όταν ένα άτομο κάνει κάτι για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αυτό γίνεται μέρος του εαυτού του».

Η αλλαγή της προσωπικότητας που επικρατούσε περισσότερο μεταξύ των κρατουμένων ήταν η αδυναμία εμπιστοσύνης των άλλων – ένα είδος αέναης παράνοιας. Συνεντεύξεις εκατοντάδων βρετανών κρατουμένων που ανέλαβε η Susie Hulley και οι συνάδελφοί της στο Ινστιτούτο Εγκληματολογίας σχημάτισαν παρόμοια εικόνα. «Πολλοί κρατούμενοι μας είπαν ότι είχαν υποστεί σημαντικές και μερικές φορές τεράστιες προσωπικές μεταμορφώσεις», έγραφαν οι ερευνητές το 2015. Οι κρατούμενοι περιέγραψαν τη διαδικασία ως ένα «συναισθηματικό μούδιασμα». «Σε κάνει πιο σκληρό. Σε κάνει λίγο πιο απομακρυσμένο», ανέφερε ένας από αυτούς, εξηγώντας πώς οι άνθρωποι στη φυλακή αποκρύπτουν σκόπιμα και καταστέλλουν τα συναισθήματά τους.

Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτό το σύμπτωμα ως μια μορφή εξαιρετικά χαμηλού νευρωτισμού (ή υψηλής συναισθηματικής σταθερότητας ή επιπεδότητας), σε συνδυασμό με χαμηλή εξωστρέφεια και χαμηλό αίσθημα ευχαρίστησης – με άλλα λόγια, όχι μια ιδανική στροφή της προσωπικότητας για την επιστροφή τον έξω κόσμο. Αυτή είναι και η ανησυχία της Hulley και των συναδέλφων της. «Καθώς ένας μακροχρόνια κρατούμενος γίνεται “προσαρμοστικός” στις επιταγές μιας παρατεταμένης περιόδου περιορισμού, αυτός ή αυτή γίνεται περισσότερο συναισθηματικά αποσπασμένος, πιο απομονωμένος, κοινωνικά αποσυρμένος και ίσως λιγότερο κατάλληλος για τη ζωή μετά την απελευθέρωση», αναφέρει η ερευνήτρια.

Οι μελέτες που βασίζονται σε συνεντεύξεις μέχρι στιγμής αφορούσαν μακροχρόνια φυλακισμένους. Ωστόσο, ένα ερευνητικό έγγραφο, που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2018, χρησιμοποίησε νευροψυχολογικές εξετάσεις για να δείξει ότι ακόμη και μια σύντομη διαμονή στη φυλακή έχει σοβαρό αντίκτυπο στην προσωπικότητα. Οι ερευνητές με επικεφαλής τον Jesse Meijers στο Vrije Universiteit του Άμστερνταμ εξέτασαν 37 φυλακισμένους δύο φορές, σε διάστημα τριών μηνών. Στη δεύτερη εξέταση έδειξαν αυξημένη παρορμητικότητα και χειρότερη διαχείριση της προσοχής τους. Αυτά τα είδη γνωστικών αλλαγών θα μπορούσαν να δείξουν ότι η συνείδησή τους – ένα χαρακτηριστικό που συνδέεται με την αυτοπειθαρχία, την τάξη και τη φιλοδοξία – είχε επιδεινωθεί. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι οι αλλαγές που παρατηρήθηκαν πιθανόν οφείλονται στο φτωχό περιβάλλον της φυλακής, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης γνωστικών προκλήσεων και της απώλειας αυτονομίας. «Αυτό είναι ένα σημαντικό και κοινωνικά αποδείξιμο εύρημα», κατέληξαν, «επειδή οι άνθρωποι που αποφυλακίζονται μπορεί να είναι λιγότερο ικανοί να ζήσουν μια έννομη ζωή απ’ ό, τι πριν από τη φυλάκισή τους».

Ωστόσο, άλλα ευρήματα δίνουν μια άλλη διάσταση στην αλλαγή προσωπικότητας, περισσότερο θετική. Σε μια πρόσφατη δημοσίευση, οι ερευνητές συνέκριναν τα προφίλ προσωπικότητας των κρατουμένων υψίστης ασφάλειας στη Σουηδία με διάφορες ομάδες ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων φοιτητών και σωφρονιστικών υπαλλήλων. Διαπίστωσαν ότι ενώ οι φυλακισμένοι σκόραραν χαμηλότερα στην εξωστρέφεια, στο ανοιχτό πνεύμα και στην ευχάριστη συμπεριφορά, σημείωσαν υψηλότερο βαθμό συνείδησης, ειδικά σε «υπο-χαρακτηριστικά» της τάξης και της αυτοπειθαρχίας. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Johanna Masche-No του Πανεπιστημίου του Kristianstad, πιστεύουν ότι τα ευρήματά τους μπορεί να αντικατοπτρίζουν μια μορφή θετικής προσαρμογής της προσωπικότητας στην κατάσταση των φυλακών: «Το περιβάλλον σε μια φυλακή είναι πολύ αυστηρό όσον αφορά τόσο τους κανονισμούς όσο και τις συνήθειες, και ο ιδιωτικός χώρος είναι περιορισμένος», κατέληξαν. «Ένα τέτοιο περιβάλλον απαιτεί από τους κρατούμενους να αποκτήσουν τάξη ώστε να αποφευχθεί τόσο η επίσημη τιμωρία όσο και οι αρνητικές πράξεις από τους συγκρατούμενους». Με άλλα λόγια, το να είναι κανείς ευσυνείδητος μπορεί να τον βοηθήσει στην αποφυγή μπελάδων εντός της φυλακής.

Αν και αυτά τα ευρήματα από τη Σουηδία φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με την ολλανδική έρευνα, αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ οι ολλανδοί κρατούμενοι έγιναν περισσότερο παρορμητικοί και λιγότερο προσεκτικοί, παρουσίασαν επίσης βελτιώσεις στις χωροταξικές ικανότητές τους, οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν ως σχετικές με την τάξη. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι η υψηλή ευσυνειδησία που παρατηρείται στους Σουηδούς κρατουμένους είναι συνυφασμένη με το σύστημα των φυλακών της χώρας τους, όπου δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στον σωφρονισμό και την αποκατάσταση από ό, τι σε πολλές άλλες χώρες.

Επίσης ελπιδοφόρες και συναφείς με τα σουηδικά ευρήματα, δυο πρόσφατες μελέτες που αφορούσαν κρατουμένους για οικονομικές υποθέσεις υπέδειξαν ότι αυτοί συχνά αναπτύσσουν το αίσθημα της συνεργασίας, της συνείδησης του κινδύνου και της τιμωρίας.

Τα ευρήματα των μελετών αυτών επηρεάζουν την επιστημονική συζήτηση για την επανένταξη των εγκληματιών στην κοινωνία, αναφέρει ο Sigbjørn Birkeland στη Νορβηγική Σχολή Οικονομικών Επιστημών του NHH, ο οποίος πραγματοποίησε μία από αυτές τις μελέτες με συναδέλφους του. «Μια κοινή αντίληψη είναι ότι οι εγκληματίες είναι κακοί και στερούνται κοινωνικών κινήτρων και αυτή η αντίληψη μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει την σκληρή καταδίκη τους», έγραφαν. Τα αποτελέσματά τους δείχνουν όμως ότι οι εγκληματίες μπορούν να είναι «προ-κοινωνικά παρακινημένοι όσο και ο γενικός πληθυσμός».

Καθώς αυξάνεται η παραδοχή ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου είναι εύπλαστη, η επιστημονική κοινότητα ελπίζει ότι αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες προσπάθειες για να εξεταστεί το πώς το περιβάλλον των φυλακών μπορεί να διαμορφώσει τον χαρακτήρα ενός κρατούμενου. Αυτό σαφώς θα μπορούσε να επηρεάσει την επιστροφή τους στην κοινωνία. Σήμερα υπάρχει έλλειψη υφιστάμενης έρευνας με αυτόν τον ρητό στόχο. Προς το παρόν, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η ζωή των φυλακών οδηγεί σε αλλαγές της προσωπικότητας που ενδέχεται να παρεμποδίσουν τον σωφρονισμό και την επανένταξη του ατόμου. Σε κάποιο βαθμό αυτό μπορεί να είναι αναπόφευκτο, δεδομένης της απώλειας της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας. Ωστόσο, τα ευρήματα της έρευνας σχετικά με τη συνείδηση και τη συνεργασία των φυλακισμένων δείχνουν ότι δεν έχουν χαθεί όλες οι ελπίδες και υπογραμμίζουν πιθανούς στόχους για προγράμματα σωφρονισμού.

Αυτά δεν είναι απλώς αφηρημένα ζητήματα που απασχολούν τους μελετητές: έχουν βαθιές συνέπειες για το πώς μια κοινωνία επιθυμεί να αντιμετωπίσει τους παραβάτες της. Τα σημερινά στοιχεία δείχνουν ότι όσο μεγαλύτερη και σκληρότερη είναι η ποινή φυλάκισης – όσον αφορά τη λιγότερη ελευθερία, την επιλογή και την ευκαιρία για ασφαλείς και ουσιαστικές σχέσεις – τόσο πιο πιθανό είναι να μεταβληθεί η προσωπικότητα των κρατουμένων με τρόπους που δυσχεραίνουν την επανένταξή τους και αυξάνουν τον κίνδυνό τους για εκ νέου προσβολή του νόμου. Τελικά, η κάθε κοινωνία είναι αντιμέτωπη με μια επιλογή: Μπορεί να αυστηροποιήσει το σωφρονιστικό σύστημα και τις ποινές, επενδύοντας στο αίσθημα του φόβου από τους επίδοξους παραβάτες αλλά ταυτόχρονα να διακινδυνεύσει μια αλλαγή των κρατουμένων προς το χειρότερο ή μπορεί να τολμήσει να σχεδιάσει διαφορετικά σωφρονιστικά συστήματα επιδιώκοντας να βοηθά τους παραβάτες να αλλάζουν προς το καλύτερο.

 

αναδημοσίευση από  tvxs.gr

[:]

για έναν κόσμο χωρίς εγκλεισμούς και επιτήρηση