Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι έγραψε αυτή την ιστορία στον τοίχο του κελιού του στις φυλακές-κάστρο, στο Τομπόλσκ, το 1849, λίγο πριν μεταφερθεί στο Όμσκ στη Σιβηρία για τέσσερα χρόνια εξορίας και καταναγκαστικών έργων.
«Γεια σου χοντρέ πατερούλη!» είπε ο Διάβολος στον ιερέα. «Γιατί λες τόσα ψέματα στους φτωχούς, παραπλανημένους ανθρώπους; Για ποια βασανιστήρια της κόλασης τούς μιλάς; Δεν γνωρίζεις ότι ήδη υποφέρουν τα βασανιστήρια της κόλασης στη ζωή τους στη γη; Δεν ξέρεις ότι εσείς και οι αρχές του Κράτους είστε οι εκπρόσωποί μου στη γη; Εσείς είστε που τους κάνετε να υποφέρουν τους πόνους της κόλασης με τους οποίους τους απειλείτε. Δεν το ξέρεις αυτό; Έλα μαζί μου λοιπόν!»
Ο διάβολος άρπαξε τον ιερέα από το κολάρο, τον σήκωσε ψηλά στον αέρα και τον οδήγησε σε ένα εργοστάσιο, σε ένα χυτήριο σιδήρου. Είδε τους εργάτες εκεί να βιάζονται και να τρέχουν πέρα-δώθε και να δουλεύουν σε μεγάλες θερμοκρασίες. Μετά από λίγο, ο ιερέας δεν άντεξε τον αποπνικτικό, βαρύ αέρα και τη θερμοκρασία. Με δάκρυα στα μάτια του παρακαλεί τον Διάβολο: «Άσε με! Άσε με να φύγω από αυτή την κόλαση!»
«Ω, αγαπητέ μου φίλε, πρέπει να σου δείξω κι άλλα μέρη.» Ο Διάβολος τον παίρνει πάλι και τον οδηγεί σε ένα αγρόκτημα. Εκεί βλέπει τους εργάτες να αλωνίζουν τα σιτηρά. Η σκόνη και η ζέστη είναι ανυπόφορες. Ο επιτηρητής κρατάει ένα μαστίγιο και χτυπάει χωρίς έλεος οποιονδήποτε πέφτει στο έδαφος υπερνικημένος από τη σκληρή δουλειά ή την πείνα.
Στη συνέχεια, ο ιερέας μεταφέρεται στις καλύβες όπου ζουν οι ίδιοι εργαζόμενοι με τις οικογένειές τους – βρώμικες, κρύες, με άσχημη μυρωδιά τρύπες. Ο Διάβολος γελάει. Επισημαίνει τη φτώχεια και τις κακουχίες που επικρατούν στο σπίτι.
«Λοιπόν, δεν είναι αρκετά όλα αυτά;» ρωτάει. Και μοιάζει σαν, ακόμη και αυτός, ο Διάβολος, να λυπάται τους ανθρώπους. Ο ευσεβής υπηρέτης του Θεού αντέχει με δυσκολία. Με τα χέρια του υψωμένα παρακαλεί: «Άσε με να φύγω από εδώ. Ναι, ναι! Αυτή είναι η κόλαση στη γη!»
«Καταλαβαίνεις τώρα, λοιπόν. Και εσύ τους απειλείς με μιαν άλλη κόλαση. Τους τρομοκρατείς και τους βασανίζεις απειλώντας τους με έναν πνευματικό θάνατο όταν ήδη είναι όλοι σωματικά νεκροί. Έλα! Θα σου δείξω άλλη μία κόλαση – μία ακόμα, τη χειρότερη.»
Τον πήγε σε μια φυλακή και του έδειξε ένα μπουντρούμι, με βρόμικο αέρα και πολλές ανθρώπινες μορφές, χωρίς υγεία και ενέργεια. Ανθρώπους ξαπλωμένους στο πάτωμα, καλυμμένους από παράσιτα που καταβρόχθιζαν τα φτωχά, γυμνά και αδύναμα κορμιά τους.
«Βγάλε τα μεταξωτά σου ρούχα», είπε ο Διάβολος στον ιερέα, «βάλε στους αστραγάλους σου βαριές αλυσίδες, όπως αυτές που φορούν αυτοί οι φτωχοί άτυχοι άνθρωποι. Ξάπλωσε στο κρύο και βρόμικο πάτωμα – και στη συνέχεια μίλησέ τους για άλλη μια κόλαση που τους περιμένει!»
«Όχι, όχι!» Απάντησε ο ιερέας, «δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο τρομακτικό από αυτό. Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω από εδώ!»
«Ναι, αυτή είναι η κόλαση. Δεν υπάρχει χειρότερη κόλαση από αυτή. Δεν το ήξερες; Δεν ήξερες ότι αυτοί οι άνδρες και οι γυναίκες που απειλείς με την εικόνα μιας μεταθανάτιας κόλασης βιώνουν ήδη την κόλαση εδώ στη γη, πριν πεθάνουν;»
ΠΗΓΗ: ibtimes (μετάφραση: katargisifylakwn)